σχέσεις

σχέσεις
abaissement

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • σχέσεις — σχέσις state fem nom/voc pl (attic epic) σχέσις state fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχέσεις ανθρώπινες — Τεχνικός όρος κατά μετάφραση από το αγγλικό human relations, που χαρακτηρίζει το σύνολο των ψυχολογικών και κοινωνικών μεθόδων που χρησιμοποιούνται σε μεγάλες επιχειρήσεις των καπιταλιστικών κρατών, για να επιτύχουν αρμονικότερη προσαρμογή μεταξύ …   Dictionary of Greek

  • σχέσεις δημόσιες — Τεχνικός όρος από το αγγλικό public relations, που χαρακτηρίζει το σύνολο των εργασιών πληροφόρησης και προσανατολισμού για τα συστήματα οργάνωσης και παραγωγής των επιχειρήσεων. Οι ειδικοί στον οικονομικό αυτό τομέα που λέγονται «επί των… …   Dictionary of Greek

  • γονέων και τέκνων, σχέσεις — (Νομ.).Ο δεσμός μεταξύ γονέων και τέκνων, σύμφωνα με τον οποίο καθορίζονται πολυάριθμες έννομες σχέσεις, όπως η γονική μέριμνα, η κληρονομική διαδοχή, η επιλογή απόκτησης του επώνυμου κλπ. Ο δεσμός αυτός έχει ως έρεισμα τη γέννηση από γάμο, τη… …   Dictionary of Greek

  • αντιμεταθετικές σχέσεις — Θεμελιώδεις σχέσεις στην κβαντομηχανική, που καθορίζουν τη σχέση μεταξύ των διαδοχικών επιδράσεων πάνω στην κυματική συνάρτηση. Αν δοθούν δύο τελεστές Α και Β, τότε το γινόμενο (ΑΒ) ορίζεται ως η πράξη της διαδοχικής εφαρμογής πρώτα του Β και… …   Dictionary of Greek

  • διεθνείς σχέσεις — Το σύνολο των σχέσεων που αποτελούν προϊόν της διεθνούς επικοινωνίας και των διεθνών συναλλαγών, καθώς επίσης και των διεθνών πολιτικοκοινωνικών συνεννοήσεων, επιρροών και συμμαχιών. Η τάση και η ανάγκη για διεθνή επικοινωνία και δ.σ. εμφανίστηκε …   Dictionary of Greek

  • σχέση — η / σχέσις, εως, ΝΜΑ 1. η συνάφεια που υπάρχει μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, αναλογία, σύνδεση, αναφορά, αλληλεξάρτηση (α. «σχέση αιτίου και αιτιατού» β. «η ψυχική του διάθεση έχει στενή σχέση με τις καιρικές συνθήκες» γ. «τὸ γεῡν δεξιὸν… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • παραγωγικότητα — Ειδική έρευνα των συντελεστών της παραγωγής (φύση, κεφάλαιο, εργασία) που δείχνει το μέτρο, κατά το οποίο καθένας από αυτούς συμβάλλει στον σχηματισμό του προϊόντος της επιχείρησης. Η έννοια της π. είναι ουσιαστικά οικονομική και δεν πρέπει να… …   Dictionary of Greek

  • δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη …   Dictionary of Greek

  • Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”